- μοιχευομένη
- прелюбодействующая
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μοιχευομένη — μοιχεύω commit adultery with pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχευομένῃ — μοιχεύω commit adultery with pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՇՆԱՄ — (ացայ կամ ացի.) NBH 2 0481 Chronological Sequence: Unknown date չ. μοιχεύω, μοιχάομαι adulteror ὀ μοιχεύων , μοιχός, ἠ μοιχευομένη, μοιχαλίς adulter, rus, ra. Որպէս շուն անխտիր ʼիլ խառնակիլ, պղծել եւ պղծիլ կանամբի առն կամ արամբիլ կնոզջ ընդ օտարի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)